- ἔνθλιψις
- ἔνθλιψιςpressing infem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνθλίψει — ἔνθλιψις pressing in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνθλίψεϊ , ἔνθλιψις pressing in fem dat sg (epic) ἔνθλιψις pressing in fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθλιψιν — ἔνθλιψις pressing in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθλιψη — η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω] η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη νεοελλ. ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη … Dictionary of Greek
ἐνθλίψεως — ἐνθλίψεω̆ς , ἔνθλιψις pressing in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)